- κτισμός
- κτισμός, ὁ (Α) [κτίζω]επιγρ. θεμελίωση, ίδρυση, κτίση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτισμόν — κτισμός foundation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek